φλεβός

φλεβός
φλέψ
blood-vessel
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευρύφλεβος — εὐρύφλεβος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει πλατιές φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φλεβος (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. ά φλεβος, μεγαλό φλεβος] …   Dictionary of Greek

  • κατάφλεβος — κατάφλεβος, ον (Α) γεμάτος φλέβες, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλεβος (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. επί φλεβος, ευρύ φλεβος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόφλεβος — μεγαλόφλεβος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. στενό φλεβος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφλεβος — ον, Α άφθονος («πολύφλεβον πηγήν», Αρτεμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλεβος (< φλέψ, φλεβός «φλέβα, πηγή»), πρβλ. ευρύ φλεβος] …   Dictionary of Greek

  • στενόφλεβος — ον, ΜΑ αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό φλεβος] …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • Phonologie du grec ancien — La phonologie du grec ancien ne peut être traitée d un bloc : en effet, riche d un long passé, cette langue n a pas été toujours prononcée de la même manière. Il convient donc de préciser de quel état du grec on parle, en gardant à l esprit… …   Wikipédia en Français

  • Флебит — Подколенная вена МКБ 10 I …   Википедия

  • flebitis — (Derivado culto del gr. phleps, inflamación de las venas.) ► sustantivo femenino MEDICINA Inflamación de las venas, que puede provocar la formación de coágulos. IRREG. plural flebitis * * * flebitis (de «fleb » e « itis») f. Med. Inflamación de… …   Enciclopedia Universal

  • διασχίς — διασχίς, η (Α) [διασχίζω] διάσχιση, σχισμή («παρὰ τὴν διασχίδα τῆς φλεβός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”